λόπιμος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
λόπιμον, easily stripped, of nuts which have a skin and not a shell, Nic.Fr.76, Sor. ap. Gal.12.420, cf. Gal.6.621, Hsch.
German (Pape)
[Seite 63] ον, leicht abzuschälen, von Bäumen, denen man die Rinde leicht abnehmen kann, Theophr.; und von Nüssen, die keine od. eine sehr dünne Schaale haben, Nic. bei Ath. II, 53 c.
Greek (Liddell-Scott)
λόπιμος: -ον, ὁ εὐκόλως ἐκλεπιζόμενος, ὃν εὐκόλως δύναταί τις νὰ ξεφλουδίσῃ, ἐπὶ καρύων ἅτινα ἔχουσι φλοιὸν ἢ ἐπιδερμίδα καὶ οὐχὶ κέλυφος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 54D, Γαλην. 6. 357.
Greek Monolingual
λόπιμος, -ον (Α) λοπός
αυτός που μπορεί να ξεφλουδιστεί εύκολα.