μυρτίτης
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, a species of τιθύμαλλος,
A = μυρσινίτης 11.2, Thphr.HP9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.Th.617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.). 2 μ. οἶνος, = μυρσινίτης 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, CIL4.5593 (-είτης) ; μ. alone, IGRom.1.515 (Italy), cf. Artem.1.66.