ἀσπαλιευτικός

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπᾰλιευτικός Medium diacritics: ἀσπαλιευτικός Low diacritics: ασπαλιευτικός Capitals: ΑΣΠΑΛΙΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aspalieutikós Transliteration B: aspalieutikos Transliteration C: aspalieftikos Beta Code: a)spalieutiko/s

English (LSJ)

ἀσπαλιευτική, ἀσπαλιευτικόν, of or for an angler: ἀσπαλιευτική (sc. τέχνη), ἡ, angling, Pl.Sph.219d, 221a, Gal.Thras.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de pescar (τέχνη) ἀ. (arte) de la pesca con caña o sedal, Pl.Sph.219d, Gal.5.861
ὁ ἀ. κάλαμος la caña de pescar Plu.2.976e.

German (Pape)

[Seite 373] zum Fischer gehörig; ἡ ἀσπ., Fischfang, Plat. Soph. 219 e f.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπᾰλιευτικός: рыболовный (κάλαμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπᾰλιευτικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἁλιέως, ὁ ἀνήκων εἰς ἁλιέα: ἡ ἀσπαλιευτικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ ψαρευτική, Πλάτ. Σοφ. 219D, 221A.

Greek Monolingual

ἀσπαλιευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψαρά
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του ψαρά.