διαβλητικός
From LSJ
English (LSJ)
διαβλητική, διαβλητικόν, = διαβολικός, Poll.5.118: διαβλητική, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. διαβλητικῶς Poll. l.c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.
German (Pape)
ή, όν, verleumderisch, Poll. 5.118.