ἀναργυρία
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἡ, want of cash, Stratt.8 D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή non numeratae pecuniae, Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100 Pr.: pl., ibid.
Spanish (DGE)
(ἀναργῠρία) -ας, ἡ
1 falta de dinero Stratt.71B.
2 falta de pago, impago, Cod.Iust.4.21.16, τῆς προιχός Iust.Nou.100 praef.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναργῠρία: ἡ, τὸ μὴ λαβεῖν ἀργύριον, ὅρος δικ. (ἀναργυρίας περιγραφή), «ἀναργυρία λέγεται ὅταν τις γράψας οἰκειοχείρως καὶ ὁμολογεήσας λαβεῖν ἀργύριον καὶ οὐδαμῶς ἔλαβεν ἃ ὡμολόγησεν ἢ ἔλαβε μέρος τι» Γλῶσσαι Βασιλ.
Greek Monolingual
η (AM ἀναργυρία) ανάργυρος
έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά
μσν.
το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς.