ἐπιστόλιον
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐπιστολή, Epicur.Fr.143, UPZ69.3,5 (ii B.C.), Plb.31.16.3, Plu.Ages.13, M.Ant.1.7, POxy.1481.3 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 985] τό, dim. zu ἐπιστολή, Plut. Ages. 13 reip. ger. praec. 13 M; D. L. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite lettre, billet.
Étymologie: ἐπιστολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστόλιον: τό письмецо, записка Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστόλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐπιστολή, Πλουτ. Ἀγησ. 3, κλ.
Greek Monolingual
ἐπιστόλιον, τὸ (AM)
σύντομη επιστολή.
Greek Monotonic
ἐπιστόλιον: τό, υποκορ. του ἐπιστολή, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπιστόλιον, ου, τό, [Dim. of ἐπιστολή, Plut.]