βάρυνσις
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A oppression, annoyance, Artem.1.17.
II weighing down, Plot.4.3.15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 opresión, angustia βαρύνσεις καὶ ὕβρεις ἐκ τῶν ὄχλων προαγορεύει Artem.1.17.
2 del alma pesadez, gravedad ἡ δύναμις οὐκ ἤρκεσεν ... διὰ βάρυνσιν Plot.4.3.15.
German (Pape)
[Seite 434] ἡ, Beschwerde, Plage, Artemid. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
βάρυνσις: -εως, ἡ, κατάθλιψις, δυσαρέστησις, Ἀρτεμίδ. 1. 17.