ἀστροδίαιτος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
[ῐ], ον, living under the stars, i.e. living in the open air, Orph.H.11.5 codd. ἀστροδίφης [ῑ], ου, ὁ, = ἀστρονόμος, Herod.3.54.
Spanish (DGE)
-ον que vive al aire libre de Pan, Orph.H.11.5.
German (Pape)
[Seite 377] ὁ, unter den Sternen, d. h. unter freiem Himmel lebend, Orph. H. 11, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροδίαιτος: -ον, ὁ ὑπὸ τὰ ἄστρα, τ. ἔ. ἐν ὑπαίθρῳ διαιτώμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 11. 5 (ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἀντροδ-).
Greek Monolingual
ἀστροδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει κάτω από τ' άστρα, στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι].