χλιδαίνομαι
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
Pass., to be luxurious, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι revel in luxury, lead a voluptuous, sensual life, X.Smp.8.8.
French (Bailly abrégé)
s'abandonner à la mollesse.
Étymologie: χλιδή.
Russian (Dvoretsky)
χλῐδαίνομαι: предаваться наслаждениям, роскошествовать (ἁβρότητι χ. Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδαίνομαι: Παθ., εἶμαι τρυφηλός, θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
χλῐδαίνομαι: Παθ. (χλιδή), ζω σε χλιδή, τρυφώ, σε Ξεν.