ἐνυπτιάζω
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
throw back upon, ἑαυτὸν τῇ γῇ Philostr.Im.2.16; ἐ. τῇ σεμνότητι glorying in his pomposity, Id.VS1.10.
Spanish (DGE)
1 apoyar la espalda en, recostar c. dat. de lugar γέγραπται ... ἐν εἴδει δαίμονος ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῇ γῇ está pintado como si fuera una divinidad recostándose sobre la tierra Philostr.Im.2.16.
2 fig., c. dat. abstr. erguirse sobre, engreírse, ensoberbecerse τὸν Πρωταγόραν ... ἐνυπτιάζοντα δὲ τῇ σεμνότητι Philostr.VS 494.
German (Pape)
[Seite 860] darauf zurücklehnen, ἑαυτὸν τῇ γῇ, sich auf die Erde rücklings hinlegen, Philostr. Imagg. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπτιάζω: ὑπτιάζω, ἑαυτὸν τῇ γῇ Φιλόστρ. 834.
Greek Monolingual
ἐνυπτιάζω (Α)
1. πλαγιάζω ανάσκελα κάτι ή κάποιον σε κάτι («ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῆ γῆ», Φιλόστρ.)
2. υπερηφανεύομαι, επαίρομαι για κάτι.