φυλλοφόρος

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φυλλοφόρον, bearing leaves, φ. ἀγῶνες, = φυλλίναι ἀγῶνες, Pi.O.8.76; later in literal sense, Dsc.4.146.

German (Pape)

[Seite 1315] Blätter, Laub tragend, bringend, ἀγῶνες Pind. Ol. 8, 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou remporte des feuilles.
Étymologie: φύλλον, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φυλλοφόρος: досл. приносящий лавровые листья, перен. венчающий лавром (ἀγῶνες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοφόρος: -ον, ὁ φέρων φύλλα, φυλ. ἀγών, = φύλλινος ἀγών, Πιν. Ο. 8. 100.

English (Slater)

φυλλοφόρος offering crowns φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων (O. 8.76)

Greek Monolingual

ο / φυλλοφόρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος εχινοδέρμων της Μεσογείου
αρχ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει φύλλα
2. φρ. «φυλλοφόροι ἀγῶνες» — αγώνες που ως έπαθλό τους είχαν στεφάνι από φύλλα (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -φόρος].

Greek Monotonic

φυλλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει φύλλα, φυλλοφόρος ἀγών, αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι στεφάνι από φύλλα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φυλλο-φόρος, ον, φέρω
bearing leaves, φ. ἀγών a contest in which the prize is a crown of leaves, Pind.