φυλλοφόρος
English (LSJ)
φυλλοφόρον, bearing leaves, φ. ἀγῶνες, = φυλλίναι ἀγῶνες, Pi.O.8.76; later in literal sense, Dsc.4.146.
German (Pape)
[Seite 1315] Blätter, Laub tragend, bringend, ἀγῶνες Pind. Ol. 8, 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte ou remporte des feuilles.
Étymologie: φύλλον, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
φυλλοφόρος: досл. приносящий лавровые листья, перен. венчающий лавром (ἀγῶνες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοφόρος: -ον, ὁ φέρων φύλλα, φυλ. ἀγών, = φύλλινος ἀγών, Πιν. Ο. 8. 100.
English (Slater)
φυλλοφόρος offering crowns φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων (O. 8.76)
Greek Monolingual
ο / φυλλοφόρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος εχινοδέρμων της Μεσογείου
αρχ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει φύλλα
2. φρ. «φυλλοφόροι ἀγῶνες» — αγώνες που ως έπαθλό τους είχαν στεφάνι από φύλλα (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -φόρος].
Greek Monotonic
φυλλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει φύλλα, φυλλοφόρος ἀγών, αγώνας στον οποίο το έπαθλο είναι στεφάνι από φύλλα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φυλλο-φόρος, ον, φέρω
bearing leaves, φ. ἀγών a contest in which the prize is a crown of leaves, Pind.