φύλλινος
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
η, ον, made of leaves, τοῖχος Theoc.21.8; στέφανος Luc.Merc.Cond.13.
German (Pape)
[Seite 1315] von Blättern, Laub gemacht; Theocr. 21, 8; Luc. Merc. cond. 13. S. φυλλίτης.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de feuilles.
Étymologie: φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
φύλλινος: сделанный из листьев (τοῖχος Theocr.; στέφανος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φύλλινος: -η, -ον, ὁ ἐκ φύλλων, ὁ πεποιημένος ἐκ φύλλων, τοίχῳ κεκλιμένοι τῷ φυλλίνῳ Θεόκρ. 21. 8· ἵνα μὴ φύλλινος μόνον ὁ στέφανος ᾖ Λουκ. περὶ τῶν Μισθ. Συνόντ. 13.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
καμωμένος από φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος, ξύλινος)].
Greek Monotonic
φύλλινος: -η, -ον, (φύλλον), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από φύλλα, φτιαγμένος από φύλλα, σε Θεόκρ., Λουκ.
Middle Liddell
φύλλινος, η, ον φύλλον
of or from leaves, made of leaves, Theocr., Luc.