φοινήεις

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φοινήεσσα, φοινήεν, (φοινός) blood-red, deep red, δράκων Il.12.202; αἷμα Mosch.2.58: bloody, ἀσπίς Nic.Th.158.

German (Pape)

[Seite 1295] ήεσσα, ῆεν, blutroth, hochroth, δράκων, Il. 12, 202. 220. – Bei sp. D. mit Blut gefärbt, blutig, schrecklich, μύωψ Coluth. 43.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
rouge de sang, d'un rouge sombre.
Étymologie: φοινός.

Russian (Dvoretsky)

φοινήεις: ήεσσα, ῆεν кроваво-красный или окровавленный (δράκων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινήεις: εσσα, εν, (φοινὸς) ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, κατακόκκινος, φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον, «φοινήεις δράκων ἢ ὁ μέλας ἢ ὁ φόνῳ ἤγουν αἵματι βεβαμμένος, ἢ ὁ φόνιος» (Εὐστ.), Ἰλ. Μ. 202, 220· αἷμα Μόσχ. 2. 58· αἱματόεις, αἱματηρός, ἀσπὶς Νικ. Θηρ. 158· ― πρβλ. δαφοινός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (φόνος): bloodred, δράκων, Il. 12.202 and 220.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. κόκκινος σαν το αίμα, πορφυρός, κατακόκκινος
2. ματωμένος («φοινήεσσα ἀσπίς», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του επιθ. φοινός «κόκκινος» με κατάλ. –ήεις (βλ. λ. -όεις)].

Greek Monotonic

φοινήεις: -εσσα, -εν (φοινός), ερυθρός όπως το αίμα, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.

Middle Liddell

φοινήεις, εσσα, εν φοινός
blood-red, Il., Mosch.