τετραβόλος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβόλος Medium diacritics: τετραβόλος Low diacritics: τετραβόλος Capitals: ΤΕΤΡΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: tetrabólos Transliteration B: tetrabolos Transliteration C: tetravolos Beta Code: tetrabo/los

English (LSJ)

ἡ, female animal which has given birth to offspring four times, ὄνοι θήλειαι τ. PSI1.79.10 (iii A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτοβόλος.
ὁ, Μ
είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.