τετραβόλος
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
ἡ, female animal which has given birth to offspring four times, ὄνοι θήλειαι τ. PSI1.79.10 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτοβόλος.
ὁ, Μ
είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.