μορμύσσομαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
= μορμολύττομαι 1, Call.Dian.70, Del.297: also aor. 1 part. Act. μορμύξαντες JRS17.52 (Phrygia, iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 207] = μορμολύττομαι, in Furcht setzen, Callim. Dian. 70, Schol. ἐκφοβεῖν, Del. 297.
Greek (Liddell-Scott)
μορμύσσομαι: μορμολύττομαι Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 70, εἰς Δῆλ. 297· - οὕτω μορμύνω, «μορμύνει· δεινοποιεῖ» Ἡσύχ.