χειρίδιον
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
τό, glove for rubbing the body, Antyll. ap. Orib.6.18.5; χειριδίων v.l. for χειρίδων in Gal.6.230.
German (Pape)
[Seite 1345] τό, dim. von χειρίς, Aermelchen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίδιον: ὑποκοριστ. τοῦ χειρίς, «μανίκι», Ἀπόκρυφ. Πράξεις Πέτρου καὶ Παύλου 47, Δωρόθ. 1632C. 2) χειρόμακτρον ἢ εἶδος χειροκτίου πρὸς τρῖψιν τοῦ σώματος, ξηραὶ τρίψεις διά τε σινδόνων ἢ χειριδίων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβάσ. 1. 494.