σιγητής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
σιγητοῦ, ὁ, one who keeps silence, of Bacchic initiates, in plural, AJA37.262 (Latium, ii A.D., σειγ-).
Greek Monolingual
ὁ, Α σιγῶ
(κυρίως για τους μύστες του Βάκχου) αυτός που τηρεί σιγή, που παραμένει σιωπηλός.