φίλοψος
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
[ῐ], ον, fond of danties, fond of eating, fond of fish, foodie, gourmet Plu.2.665e, 668c (Sup.), D.Chr. 66.1.
German (Pape)
[Seite 1289] leckeres Essen, bes. das Fischessen liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Ath. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la bonne chère, gourmand;
Sp. φιλοψότατος.
Étymologie: φίλος, ὄψον.
Russian (Dvoretsky)
φίλοψος: любящий лакомые блюда Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοψος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ ὄψα, μάλιστα τοὺς ἰχθῦς, τὰ ὀψάρια, Πλούτ. 2. 665D, 667F, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔοψος, πολύοψος)].