σύμφρασις
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
-εως, ἡ, continuous speech, Hdn.Gr.1.10, Phot.Bibl. p.107 B.; v.l. for συμφρόνησις, Philol.10.
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, der Zusammenhang der Rede, Context, Phot. bibl. cod. 164.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφρᾰσις: ἡ, ἡ συνέχεια τοῦ λόγου, τὰ συμφραζόμενα, Φωτ. Βιβλ. 107.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, ΜΑ συμφράζω
η συνέχεια, η συνεχής ροή του λόγου («σύμφρασις δὲ ἡ συνακολούθησις τοῦ λόγου ἢ λέξεων σύνθεσις», Χοιροβ.).