βαρύπυκνος

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύπυκνος Medium diacritics: βαρύπυκνος Low diacritics: βαρύπυκνος Capitals: ΒΑΡΥΠΥΚΝΟΣ
Transliteration A: barýpyknos Transliteration B: barypyknos Transliteration C: varypyknos Beta Code: baru/puknos

English (LSJ)

βαρύπυκνον, in the lower part of the πυκνόν (q.v.), φθόγγοι Aristid.Quint.3.10, Cleonid.Harm.4, etc.

Spanish (DGE)

-ον
baripicno la nota más baja de la suma de dos intervalos mínimos del tetracordio φθόγγοι Cleonid.Harm.4, Aristid.Quint.109.5, tipos del mismo: ὑπάτη ὑπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση y νήτη διεζευγμένων Alyp.p.368.13, cf. Bacch.Harm.27, Mart.Cap.9.945.

German (Pape)

[Seite 434] bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύπυκνος: -ον, βαρὺς καὶ πυκνός, ἐπὶ τῶν μουσικῶν φθόγγων· «βαρύπυκνοι μὲν οὖν εἰσι πέντε οἵδε, ὑπάτη ὐπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση, νήτη διεζευγμένων» Εὐκλείδ. 6.

Greek Monolingual

βαρύπυκνος, -ον (Α)
(για μουσικούς φθόγγους) ο πυκνός και βαρύς.