βόσμορον
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
τό, an Indian millet, ragi, Eleusine coracana, Str.15.1.13 and 18:—also βόσμορος, ὁ, Peripl. M. Rubr.14,41.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βόσπορος, ὁ D.S.2.36
bot., especie de mijo indio, Eleusine coracana Onesicritus 15, D.S.l.c., Str.15.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
βόσμορον: τό, εἶδος Ἰνδικοῦ σιτηροῦ, Στράβ. 690· ὡσαύτως βόσμορος, ὁ, ὁ αὐτ. 690.
Greek Monolingual
βόσμορον, το και βόσμορος, ο (Α)
είδος ινδικού σιτηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
German (Pape)
τό, eine Getreideart, Strab. XIII.690, 692. Bei DS. 2.36 βόσπορον.