ἡλῖτις
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (ἧλος) of or like nails, ἡ. λεπίς iron that scales off from nails, Dsc.5.78, Aët.2.58.
German (Pape)
[Seite 1163] ιδος, ἡ, von Nägeln, zu Nägeln gehörig, λεπίς, ἡ, eine Nägelplatte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλῖτις: -ιδος, ἡ, (ἧλος) ἐξ ἥλου ἢ ὅμοιος πρὸς ἧλον, ἡλ. λεπίς, σίδηρος ἀποτριβόμενος ἐξ ἥλων, Διοσκ. 5. 89.