παράπρημα
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, swellings on horses' legs, PCair.Zen. 225.3 (iii B.C.); later παραπρήσματα, Hippiatr.77.
Greek Monolingual
-ατος, ΜΑ, και, στον πληθ., παραπρήσματα, Α
το πρήξιμο στις μνήμες τών αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πρῆμα «οίδημα, πρήξιμο»].