θρέπτειρα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ, fem. of θρεπτήρ, E.Tr.195 (lyr.), AP5.105 (Diotim.), 6.51: metaph., Δίκη θ. πολήων Opp.H.2.680.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, Ernährerinn; παίδων Eur. Tr. 195; sp. D., wie Δίκη θρ. πολήων Opp. H. 2, 680; Phrygien λεόντων θρ. Ep. ad. 174 (VI, 51).
Greek Monotonic
θρέπτειρα: ἡ, θηλ. του θρεπτήρ, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θρέπτειρα: ἡ
1 выкармливающая, нянька (παίδων Eur.);
2 вскармливающая, кормилица (Φρυγία λεόντων θ. Anth.).