ἀνθρακευτός

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκευτός Medium diacritics: ἀνθρακευτός Low diacritics: ανθρακευτός Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anthrakeutós Transliteration B: anthrakeutos Transliteration C: anthrakeftos Beta Code: a)nqrakeuto/s

English (LSJ)

ἀνθρακευτή, ἀνθρακευτόν, which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede ser carbonizado de ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.

German (Pape)

[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.

Greek Monolingual

ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.