περίνοος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
περίνοον, contr. περίνους, περίνουν, (νοέω) very intelligent: Sup. περινούστατος S.E.M.7.326.
German (Pape)
[Seite 583] zsgzgn περίνους, umsichtig, klug, περινούστατοι S. Emp. adv. log. 1, 326.
Russian (Dvoretsky)
περίνοος: стяж. περίνους 2 (superl. περινούστατος) весьма осмотрительный, умный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
περίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, (νοέω) σφόδρα συνετός. Υπερθ. περινούστατος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 326· ἲδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 144.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. περίνους.