προσωπίδιον
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.
German (Pape)
τὸ, dim. von προσωπεῖον, Ar. bei Poll. 10.127.
Russian (Dvoretsky)
προσωπίδιον: τό небольшая маска Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.