λοχαγέτας
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
α, ὁ, Dor. for λοχηγέτης (which is not found), = λοχαγός, A.Th.42, E.Ph.[974], Supp.502.
Greek Monolingual
λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί του άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῦν
τες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + -ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχαγέτας, λαγέτας].