σκύλευσις
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
-εως, ἡ, = σκυλεία (despoiling, plundering), τάφου SIG1233 (Cilicia), cf. Heb.Jb.15.21.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σκύλευσις: ἡ, = σκυλεία, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.· - σκυλευμός, ὁ, Εὐστ., κλπ.