συγγένειος
From LSJ
English (LSJ)
συγγένειον, akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.
Russian (Dvoretsky)
συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.
Greek Monolingual
-ον, Α συγγενής
συγγενικός.