μετακίνημα
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
-ατος, τό, movement, displacement, τῶν ὄψεων Hp.Prorrh.2.19 (pl.), cf. Al.Ps.43(44).15.
German (Pape)
[Seite 147] τό, das Umgestellte, die Umstellung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μετακίνημα: τό, κίνησις, τά δὲ σμικρὰ μετακινήματα τῶν ὀψέων Ἱππ. Προρρητικ. 102, 40.
Greek Monolingual
το (Α μετακίνημα) μετακινώ
μετακίνηση, μετάθεση («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.).