περιωδευμένως
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of περιοδεύω, fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.
German (Pape)
[Seite 601] adv. part. perf. pass. von περιοδεύω, auf Umwegen, weitläuftig, Plut. de inv. et od. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
par un long circuit.
Étymologie: περιωδευμένος, part. pf. Pass. de περιοδεύω.
Russian (Dvoretsky)
περιωδευμένως: пространно (πολυμερῶς καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιωδευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιοδεύω, διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος του περιοδεύω.