δασύτρωγλος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
δασύτρωγλον, = δασύπρωκτος (with a hairy behind, with shaggy anus), AP12.41 (Mel.).
Spanish (DGE)
(δᾰσύτρωγλος) -ον
de culo velludo δασυτρώγλων δὲ πίεσμα λασταύρων AP 12.41 (Mel.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύτρωγλος -ον [δασύς, τρώγλη] obsc. met een harige reet.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύτρωγλος: с мохнатым задом Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δασύτρωγλος: -ον, = δασύπρωκτος, Ἀνθ. Π. 12. 41.
Greek Monolingual
δασύτρωγλος, -ον (Α)
ο δασύπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + τρώγλη «οπή, τρύπα»].