ἀποπυκνόομαι
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
Pass., to be condensed, be consolidated, f.l. in Epicur. Ep.2p.49U.
Spanish (DGE)
condensarse, solidificarse ref. a la formación del granizo, Epicur.Ep.[3] 107 (var.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπυκνόομαι: παθ., συμπυκνοῦμαι, γίνομαι στερεός, πάντοθεν τῶν ἄκρων ἀποπυκνουμένων (ἔνθα ἄλλ. γραφ. ἀποτηκομένων) Διογ. Λ. 10. 107.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπυκνόομαι: уплотняться, сгущаться (πάντοθεν Diog. L.).