σπαθητός

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθητός Medium diacritics: σπαθητός Low diacritics: σπαθητός Capitals: ΣΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: spathētós Transliteration B: spathētos Transliteration C: spathitos Beta Code: spaqhto/s

English (LSJ)

σπαθητή, σπαθητόν, struck with the σπάθη, compactly woven, A.Fr.365, Democr.Eph. 1.

German (Pape)

[Seite 915] von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάθη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰθητός: уплотненный, плотно сотканный, плотный (ὑφάσματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· γυναικεῖον».

Greek Monolingual

-ή, -όν και δωρ. τ. σπαθατός, -ά, -όν, Α σπαθῶ
1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν
γυναικεῖον».