ἀλωπέκουρος

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπέκουρος Medium diacritics: ἀλωπέκουρος Low diacritics: αλωπέκουρος Capitals: ΑΛΩΠΕΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: alōpékouros Transliteration B: alōpekouros Transliteration C: alopekouros Beta Code: a)lwpe/kouros

English (LSJ)

ὁ, beardgrass, Polypogon monspeliensis, Thphr. HP 7.11.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ la hierba Polypogon mouspeliensis Desf., Thphr.HP 7.11.2, Plin.HN 1.21.61.

German (Pape)

[Seite 113] ἡ, Fuchsschwanz, Theophr., Lagurus cylindricus, Linn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπέκουρος: ὁ, εἶδος χόρτου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 11, 2.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλωπέκουρος)
ουρά αλεπούς ως είδος χόρτου
νεοελλ.
φυτό από τα ποώδη, της οικογένειας Αγρωστίδαι
οι ταξιανθίες του μοιάζουν με ουρά αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + -ουρος < οὐρά
η λ. πέρασε και στην ξενική επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. όρο alopecurus, από όπου και η νεώτερη σημασία της].