ἀλωπέκουρος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ὁ, beardgrass, Polypogon monspeliensis, Thphr. HP 7.11.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ la hierba Polypogon mouspeliensis Desf., Thphr.HP 7.11.2, Plin.HN 1.21.61.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ, Fuchsschwanz, Theophr., Lagurus cylindricus, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπέκουρος: ὁ, εἶδος χόρτου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 11, 2.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλωπέκουρος)
ουρά αλεπούς ως είδος χόρτου
νεοελλ.
φυτό από τα ποώδη, της οικογένειας Αγρωστίδαι
οι ταξιανθίες του μοιάζουν με ουρά αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + -ουρος < οὐρά
η λ. πέρασε και στην ξενική επιστημονική ορολογία, πρβλ. νεολατιν. όρο alopecurus, από όπου και η νεώτερη σημασία της].