λυκοδίωκτος
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
[ῐ], ον, wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.
Russian (Dvoretsky)
λῠκοδίωκτος: преследуемый волком (δάμαλις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).
Greek Monolingual
λυκοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημοδίωκτος, κυκλοδίωκτος].