ἀσκήτρια
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἀσκητής ΙΙ, ἀ. γυναῖκες Cat.Cod.Astr.7.225.29, cf. Anatolian Studies p.81.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mujer ascética, monja, Cat.Cod.Astr.7.225.29, MAMA 1.174.1 (Laodicea Combusta), Malch.21.11, Pall.H.Laus.29.1, Cyr.H.Catech.10.19, SEG 28.1576 (V/VI d.C.).
• Diccionario Micénico: a-ke-ti-ra2.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, fem. zu ἀσκητής, bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀσκητής: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, μοναστήριον ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ.