κυματοειδής

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοειδής Medium diacritics: κυματοειδής Low diacritics: κυματοειδής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kymatoeidḗs Transliteration B: kymatoeidēs Transliteration C: kymatoeidis Beta Code: kumatoeidh/s

English (LSJ)

κυματοειδές, like waves: stormy, οἱ νότοι Arist.Pr.942a6. Adv. κυματοειδῶς Democr.126.

German (Pape)

[Seite 1530] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοειδής: волнообразный, налетающий волнами (ἄνεμοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος κύμασι, τρικυμιώδης, ἄνεμος Ἀριστ. Προβλ. 26. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κυματοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα
αρχ.
θυελλώδης, τρικυμιώδης.
επίρρ...
κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς)
με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ειδής].