ἐκσπερματίζω
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.
Spanish (DGE)
hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.
German (Pape)
[Seite 779] = simplex, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.