ἐκστραγγίζω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
squeeze or strain out, v.l.in LXX Ez.23.34, Dsc.4.150 (leg. ἐκσπογγίσας).
Spanish (DGE)
1 derramar hasta el final, escurrir totalmente ὕδωρ Dsc.4.150.4, ἐκστραγγίσωμεν αὐτῶν τὸ αἷμα κρεμαμένων κατὰ κεφαλῆς desangrémoslos después de colgarlos cabeza abajo, Mart.Phil.25.
2 apurar, beber hasta la última gota τὸ ποτήριον Aq., Thd., Sm.Is.51.17.
German (Pape)
[Seite 779] auspressen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστραγγίζω: ἐκπιέζω, «’ξεστραγγίζω», δι. γραφ. ἐν Διοσκ. 4. 155.
Greek Monolingual
ἐκστραγγίζω (Α)
εκθλίβω, πιέζω, στραγγίζω, ξεστραγγίζω («πίεσαι αὐτό, καὶ ἐκστραγγιεῖς», Ιεζεκ.).