πλακουντώδης
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
πλακουντώδες, like a cake, Thphr. HP 4.10.4, Ath.14.646c.
German (Pape)
[Seite 624] ες, kuchenartig, Schol. Ar. Ach. 246; Ath. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰκουντώδης: -ες, ὅμοιος πλακοῦντι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Ἀθήν. 646C.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α [[πλακοῦς, -οῦν
τος]]
ο όμοιος με πλακούντα, αυτός που έχει το σχήμα πλακούντα.