δυσανάδοτος
From LSJ
English (LSJ)
δυσανάδοτον, hard to assimilate, Diph.Siph. ap. Ath.3.91e, Gal. 19.364, Hippiatr.1.
Spanish (DGE)
-ον
medic. difícil de distribuir los alimentos por el cuerpo, difícil de asimilar (πίνναι) δύσπεπτοι, δυσανάδοτοι Diph.Siph. en Ath.91e, cf. Paul.Aeg.1.95, Hippiatr.1.4, αἷμα Gal.19.364.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu verdauen, bei Ath. III, 91 e neben δύσπεπτος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάδοτος: -ον, «δυσκολοχώνευτος» αἱ πίνναι Ἀθήν. 91Ε.
Greek Monolingual
δυσανάδοτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αφομοιώνεται.