μονοκότυλος

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκότῠλος Medium diacritics: μονοκότυλος Low diacritics: μονοκότυλος Capitals: ΜΟΝΟΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: monokótylos Transliteration B: monokotylos Transliteration C: monokotylos Beta Code: monoko/tulos

English (LSJ)

μονοκότυλον, with but one row of arms or suckers, Arist.HA525a17, PA685b13.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Reihe Saugwarzen, κοτυληδών, Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

μονοκότῠλος: с одним рядом присосок (γένος τῶν πολυπόδων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονοκότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα
βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από μια σειρά μυζητικών θηλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. δικότυλος)].