στενόφυλλος
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
στενόφυλλον, narrow-leaved, Id.HP8.4.1, Dsc.2.108, Alex.Aphr.in Top.118.31.
German (Pape)
[Seite 935] schmalblättrig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στενόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων στενά, λεπτὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 1, Διοσκ. 2. 131.
Greek Monolingual
-η, -ο / στενόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτό, βιβλίο, θύρα) αυτός που έχει στενά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].