εὐκάρπεια
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ἡ, = εὐκαρπία, in dat. -είᾳ (-ίᾳ codd.), E.Tr.217 (lyr.); cf. παγκάρπεια.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, = εὐκαρπία, em. des Metrums wegen, Eur. Tr. 217.
Greek Monolingual
εὐκάρπεια, ἡ (Α) ευκαρπώ
η ευκαρπία.
Russian (Dvoretsky)
εὐκάρπεια: ἡ изобилие плодов, плодородие Eur.