ἑπτάσημος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of seven times, in metre, συζυγίαι Heph.11.5, cf. 12.1, Aristid.Quint.1.14.
German (Pape)
[Seite 1013] siebenzeitig, Hephaest.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάσημος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ χρονικῶν σημείων, Ἡφαιστ. 11. 9.
Greek Monolingual
ἑπτάσημος, -ον (Α)
αυτός που απαρτίζεται από επτά χρονικά σημεία («ἑπτάσημοι συζυγίαι», Ηφαίστ.).