συνύπαρξις
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
-εως, ἡ, coexistence, S.E.P.2.199, M.10.267, A.D.Adv.194.1, Gal.1.116.
German (Pape)
[Seite 1038] ἡ, das Mit- oder Zugleichvorhandensein, S. Emp. pyrrh. 2, 199.
Greek (Liddell-Scott)
συνύπαρξις: ἡ, ὁμοῦ ὕπαρξις, τὸ συνυπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 199, π. Μ. 1. 267, Ἐκκλ.
Russian (Dvoretsky)
συνύπαρξις: εως ἡ одновременное наличие, сосуществование Sext.