θυμοβαρής

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θυμοβαρές, heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θυμοβάρεια EM458.24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.

German (Pape)

[ῡ], ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antip.Sid. 65 (VII.146). Ein fem. θυμοβάρεια steht EM. 458.26.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοβᾰρής: с тяжелым сердцем, подавленный (θ. μύρομαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.

Greek Monolingual

θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισοβαρής, ετεροβαρής].

Greek Monotonic

θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θῡμο-βᾰρής, ές βαρύς
heavy at heart, Anth.