σχοινοειδής
From LSJ
English (LSJ)
σχοινοειδές, like a rope or cord, πλέγμα J.AJ 12.2.9; ῥαβδία Dsc.4.164.
German (Pape)
[Seite 1057] ές, 1) binsenartig, -ähnlich; auch voll Binsen. – 2) strickartig, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σχοινίον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο όμοιος με σχοίνο ή με σχοινί («σχοινοειδὲς πλέγμα», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ειδής].