σχοινοειδής

From LSJ
Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοειδής Medium diacritics: σχοινοειδής Low diacritics: σχοινοειδής Capitals: ΣΧΟΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: schoinoeidḗs Transliteration B: schoinoeidēs Transliteration C: schoinoeidis Beta Code: sxoinoeidh/s

English (LSJ)

σχοινοειδές, like a rope or cord, πλέγμα J.AJ 12.2.9; ῥαβδία Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1057] ές, 1) binsenartig, -ähnlich; auch voll Binsen. – 2) strickartig, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σχοινίον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο όμοιος με σχοίνο ή με σχοινί («σχοινοειδὲς πλέγμα», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ειδής].